Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σταθμόνδε
σταθμόομαι
σταθμός
σταθμοῦχος
σταθμώδης
σταθμών
σταῖμεν
σταινίον
σταιρόν
σταῖς
σταιτήϊα
σταιτινοκογχομαγής
σταίτινος
σταιτίον
σταιτίτης
σταιτουργός
σταιτώδης
στακτερία
στακτή
στακτικός
στακτός
View word page
σταιτήϊα
σταιτήϊα· πέμματος εἶδος, Hsch. στα<ι>τίας· ἄρτου εἶδος, Id.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σταιτήϊα
Headword (normalized):
σταιτήϊα
Headword (normalized/stripped):
σταιτηια
IDX:
96197
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96198
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σταιτήϊα·</span> <span class="foreign greek">πέμματος εἶδος</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> <span class="orth greek">στα&lt;ι&gt;τίας·</span> <span class="foreign greek">ἄρτου εἶδος</span>, Id.</div><br><br>'}