Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σταθμοδότης
σταθμόν
σταθμόνδε
σταθμόομαι
σταθμός
σταθμοῦχος
σταθμώδης
σταθμών
σταῖμεν
σταινίον
σταιρόν
σταῖς
σταιτήϊα
σταιτινοκογχομαγής
σταίτινος
σταιτίον
σταιτίτης
σταιτουργός
σταιτώδης
στακτερία
στακτή
View word page
σταιρόν
σταιρόν· ξηρόν, θερμόν, ἄκρατον, Hsch. (cf. σταγρόν, σταθερός).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σταιρόν
Headword (normalized):
σταιρόν
Headword (normalized/stripped):
σταιρον
IDX:
96195
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96196
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σταιρόν·</span> <span class="foreign greek">ξηρόν, θερμόν, ἄκρατον</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (cf. <span class="foreign greek">σταγρόν, σταθερός</span>).</div><br><br>'}