Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σταθμοδοτέω
σταθμοδότης
σταθμόν
σταθμόνδε
σταθμόομαι
σταθμός
σταθμοῦχος
σταθμώδης
σταθμών
σταῖμεν
σταινίον
σταιρόν
σταῖς
σταιτήϊα
σταιτινοκογχομαγής
σταίτινος
σταιτίον
σταιτίτης
σταιτουργός
σταιτώδης
στακτερία
View word page
σταινίον
σταινίον· τὸ ἱερὸν ὀστοῦν, καὶ τὸ ὑπογάστριον, Hsch.; cf. στέρνιον.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σταινίον
Headword (normalized):
σταινίον
Headword (normalized/stripped):
σταινιον
IDX:
96194
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96195
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σταινίον·</span> <span class="foreign greek">τὸ ἱερὸν ὀστοῦν, καὶ τὸ ὑπογάστριον</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>; cf. <span class="foreign greek">στέρνιον</span>.</div><br><br>'}