Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

Σταθμίτας
σταθμοδοσία
σταθμοδοτέω
σταθμοδότης
σταθμόν
σταθμόνδε
σταθμόομαι
σταθμός
σταθμοῦχος
σταθμώδης
σταθμών
σταῖμεν
σταινίον
σταιρόν
σταῖς
σταιτήϊα
σταιτινοκογχομαγής
σταίτινος
σταιτίον
σταιτίτης
σταιτουργός
View word page
σταθμών
σταθμ-ών, όνος, ,=
A). σταθμός 11 , Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σταθμών
Headword (normalized):
σταθμών
Headword (normalized/stripped):
σταθμων
IDX:
96192
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96193
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σταθμ-ών</span>, <span class="itype greek">όνος</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>,= <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="quote greek">σταθμός</span> <span class="bibl"> 11 </span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}