Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σταθμίδιον
σταθμίζω
σταθμικός
σταθμίον
σταθμιστής
σταθμιστί
σταθμιστικός
Σταθμίτας
σταθμοδοσία
σταθμοδοτέω
σταθμοδότης
σταθμόν
σταθμόνδε
σταθμόομαι
σταθμός
σταθμοῦχος
σταθμώδης
σταθμών
σταῖμεν
σταινίον
σταιρόν
View word page
σταθμοδότης
σταθμο-δότης, ου, ,
A). quartermaster, Plu. Demetr. 23 .


ShortDef

quartermaster

Debugging

Headword:
σταθμοδότης
Headword (normalized):
σταθμοδότης
Headword (normalized/stripped):
σταθμοδοτης
IDX:
96185
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96186
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σταθμο-δότης</span>, <span class="itype greek">ου</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">quartermaster</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0007.tlg057:23" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0007.tlg057:23/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Demetr.</span> 23 </a>.</div> </div><br><br>'}