Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

Σταθμία
σταθμίδιον
σταθμίζω
σταθμικός
σταθμίον
σταθμιστής
σταθμιστί
σταθμιστικός
Σταθμίτας
σταθμοδοσία
σταθμοδοτέω
σταθμοδότης
σταθμόν
σταθμόνδε
σταθμόομαι
σταθμός
σταθμοῦχος
σταθμώδης
σταθμών
σταῖμεν
σταινίον
View word page
σταθμοδοτέω
σταθμο-δοτέω,
A). billet a soldier, σταθμοδοθείς (by error for -δοτηθείς) ib. 13.2 (iii B.C.), cf. PLond. 1.106.6 (iii B.C.).


ShortDef

billet

Debugging

Headword:
σταθμοδοτέω
Headword (normalized):
σταθμοδοτέω
Headword (normalized/stripped):
σταθμοδοτεω
IDX:
96184
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96185
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σταθμο-δοτέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">billet</span> a soldier, <span class="foreign greek">σταθμοδοθείς</span> (by error for <span class="foreign greek">-δοτηθείς</span>) ib.<span class="bibl"> 13.2 </span> (iii B.C.), cf. <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PLond.</span> 1.106.6 </span> (iii B.C.).</div> </div><br><br>'}