Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σταθμητέα
σταθμητικός
σταθμητός
Σταθμία
σταθμίδιον
σταθμίζω
σταθμικός
σταθμίον
σταθμιστής
σταθμιστί
σταθμιστικός
Σταθμίτας
σταθμοδοσία
σταθμοδοτέω
σταθμοδότης
σταθμόν
σταθμόνδε
σταθμόομαι
σταθμός
σταθμοῦχος
σταθμώδης
View word page
σταθμιστικός
σταθμ-ιστικός, , όν,
A). for weighing, ὄργανον Simp. in Ph. 1110.3 .


ShortDef

for weighing

Debugging

Headword:
σταθμιστικός
Headword (normalized):
σταθμιστικός
Headword (normalized/stripped):
σταθμιστικος
IDX:
96181
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96182
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σταθμ-ιστικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">for weighing</span>, <span class="quote greek">ὄργανον</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4013.tlg004:1110:3" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4013.tlg004:1110.3/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Simp.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">in Ph.</span> 1110.3 </a> .</div> </div><br><br>'}