Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στάθμησις
σταθμητέα
σταθμητικός
σταθμητός
Σταθμία
σταθμίδιον
σταθμίζω
σταθμικός
σταθμίον
σταθμιστής
σταθμιστί
σταθμιστικός
Σταθμίτας
σταθμοδοσία
σταθμοδοτέω
σταθμοδότης
σταθμόν
σταθμόνδε
σταθμόομαι
σταθμός
σταθμοῦχος
View word page
σταθμιστί
σταθμ-ιστί, Adv.
A). by weight, PSI 5.459.11 (i A.D.).


ShortDef

by weight

Debugging

Headword:
σταθμιστί
Headword (normalized):
σταθμιστί
Headword (normalized/stripped):
σταθμιστι
IDX:
96180
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96181
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σταθμ-ιστί</span>, Adv. <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">by weight</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PSI</span> 5.459.11 </span> (i A.D.).</div> </div><br><br>'}