Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
στάθμημα
στάθμησις
σταθμητέα
σταθμητικός
σταθμητός
Σταθμία
σταθμίδιον
σταθμίζω
σταθμικός
σταθμίον
σταθμιστής
σταθμιστί
σταθμιστικός
Σταθμίτας
σταθμοδοσία
σταθμοδοτέω
σταθμοδότης
σταθμόν
σταθμόνδε
σταθμόομαι
σταθμός
View word page
σταθμιστής
σταθμ-ιστής
,
οῦ
,
ὁ
,
A).
one who weighs,
Gloss.
ShortDef
one who weighs
Debugging
Headword:
σταθμιστής
Headword (normalized):
σταθμιστής
Headword (normalized/stripped):
σταθμιστης
IDX:
96179
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96180
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σταθμ-ιστής</span>, <span class="itype greek">οῦ</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">one who weighs,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}