Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
στάθμη
σταθμηλάται
στάθμημα
στάθμησις
σταθμητέα
σταθμητικός
σταθμητός
Σταθμία
σταθμίδιον
σταθμίζω
σταθμικός
σταθμίον
σταθμιστής
σταθμιστί
σταθμιστικός
Σταθμίτας
σταθμοδοσία
σταθμοδοτέω
σταθμοδότης
σταθμόν
σταθμόνδε
View word page
σταθμικός
σταθμ-ικός
,
ή
,
όν
,
A).
by weight
,
οὐγγία
Gal.
13.417
,
894
.
ShortDef
by weight
Debugging
Headword:
σταθμικός
Headword (normalized):
σταθμικός
Headword (normalized/stripped):
σταθμικος
IDX:
96177
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96178
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σταθμ-ικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">by weight</span>, <span class="quote greek">οὐγγία</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 13.417 </span> ,<span class="bibl"> 894 </span>.</div> </div><br><br>'}