Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
σταθμεία
σταθμεύω
στάθμη
σταθμηλάται
στάθμημα
στάθμησις
σταθμητέα
σταθμητικός
σταθμητός
Σταθμία
σταθμίδιον
σταθμίζω
σταθμικός
σταθμίον
σταθμιστής
σταθμιστί
σταθμιστικός
Σταθμίτας
σταθμοδοσία
σταθμοδοτέω
σταθμοδότης
View word page
σταθμίδιον
σταθμ-ίδιον
,
τό
, prob.
A).
a small box
, Musa ap.
Gal.
12.956
.
ShortDef
a small box
Debugging
Headword:
σταθμίδιον
Headword (normalized):
σταθμίδιον
Headword (normalized/stripped):
σταθμιδιον
IDX:
96175
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96176
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σταθμ-ίδιον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, prob. <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">a small box</span>, Musa ap.<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 12.956 </span>.</div> </div><br><br>'}