Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
σταθμάω
σταθμεία
σταθμεύω
στάθμη
σταθμηλάται
στάθμημα
στάθμησις
σταθμητέα
σταθμητικός
σταθμητός
Σταθμία
σταθμίδιον
σταθμίζω
σταθμικός
σταθμίον
σταθμιστής
σταθμιστί
σταθμιστικός
Σταθμίτας
σταθμοδοσία
σταθμοδοτέω
View word page
Σταθμία
Σταθμία
,
ἡ
, epith. of Athena,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
Σταθμία
Headword (normalized):
σταθμία
Headword (normalized/stripped):
σταθμια
IDX:
96174
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96175
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">Σταθμία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, epith. of Athena, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}