Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σταθεύω
σταθηρός
στᾶθι
σταθμάω
σταθμεία
σταθμεύω
στάθμη
σταθμηλάται
στάθμημα
στάθμησις
σταθμητέα
σταθμητικός
σταθμητός
Σταθμία
σταθμίδιον
σταθμίζω
σταθμικός
σταθμίον
σταθμιστής
σταθμιστί
σταθμιστικός
View word page
σταθμητέα
σταθμ-ητέα,
A). perpendenda, Gloss.


ShortDef

perpendenda

Debugging

Headword:
σταθμητέα
Headword (normalized):
σταθμητέα
Headword (normalized/stripped):
σταθμητεα
IDX:
96171
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96172
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σταθμ-ητέα</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">perpendenda,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}