Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στάθευσις
σταθευτός
σταθεύω
σταθηρός
στᾶθι
σταθμάω
σταθμεία
σταθμεύω
στάθμη
σταθμηλάται
στάθμημα
στάθμησις
σταθμητέα
σταθμητικός
σταθμητός
Σταθμία
σταθμίδιον
σταθμίζω
σταθμικός
σταθμίον
σταθμιστής
View word page
στάθμημα
στάθμ-ημα, ατος, τό,
A). calculation, estimate, τὰ τῆς ἑκάστου ψυχῆς ς. Ph. 1.614 .


ShortDef

calculation, estimate

Debugging

Headword:
στάθμημα
Headword (normalized):
στάθμημα
Headword (normalized/stripped):
σταθμημα
IDX:
96169
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96170
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στάθμ-ημα</span>, <span class="itype greek">ατος</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">calculation, estimate</span>, <span class="foreign greek">τὰ τῆς ἑκάστου ψυχῆς ς</span>. <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0018.tlg001:1:614" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0018.tlg001:1.614/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Ph.</span> 1.614 </a>.</div> </div><br><br>'}