Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σταθερότης
στάθευσις
σταθευτός
σταθεύω
σταθηρός
στᾶθι
σταθμάω
σταθμεία
σταθμεύω
στάθμη
σταθμηλάται
στάθμημα
στάθμησις
σταθμητέα
σταθμητικός
σταθμητός
Σταθμία
σταθμίδιον
σταθμίζω
σταθμικός
σταθμίον
View word page
σταθμηλάται
σταθμ-ηλάται· ἐξῶσται νεῶν, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σταθμηλάται
Headword (normalized):
σταθμηλάται
Headword (normalized/stripped):
σταθμηλαται
IDX:
96168
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96169
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σταθμ-ηλάται·</span> <span class="foreign greek">ἐξῶσται νεῶν</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}