Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
στάζω
στάθεν
σταθερός
σταθερότης
στάθευσις
σταθευτός
σταθεύω
σταθηρός
στᾶθι
σταθμάω
σταθμεία
σταθμεύω
στάθμη
σταθμηλάται
στάθμημα
στάθμησις
σταθμητέα
σταθμητικός
σταθμητός
Σταθμία
σταθμίδιον
View word page
σταθμεία
σταθμ-εία
,
ἡ
,
A).
composition by weight
,
ἐμπλάστρου
Gal.
13.413
.
ShortDef
composition by weight
Debugging
Headword:
σταθμεία
Headword (normalized):
σταθμεία
Headword (normalized/stripped):
σταθμεια
IDX:
96165
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96166
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σταθμ-εία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">composition by weight</span>, <span class="quote greek">ἐμπλάστρου</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 13.413 </span> .</div> </div><br><br>'}