Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στάδιον
στάδιος
στάζω
στάθεν
σταθερός
σταθερότης
στάθευσις
σταθευτός
σταθεύω
σταθηρός
στᾶθι
σταθμάω
σταθμεία
σταθμεύω
στάθμη
σταθμηλάται
στάθμημα
στάθμησις
σταθμητέα
σταθμητικός
σταθμητός
View word page
στᾶθι
στᾶθι, Dor. for στῆθι, aor. 2 imper. of ἵστημι.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
στᾶθι
Headword (normalized):
στᾶθι
Headword (normalized/stripped):
σταθι
IDX:
96163
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96164
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στᾶθι</span>, Dor. for <span class="foreign greek">στῆθι</span>, aor. 2 imper. of <span class="foreign greek">ἵστημι</span>.</div><br><br>'}