Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σταδίη
σταδινόν
σταδιοδρομέω
σταδιοδρόμης
σταδιόδρομος
στάδιον
στάδιος
στάζω
στάθεν
σταθερός
σταθερότης
στάθευσις
σταθευτός
σταθεύω
σταθηρός
στᾶθι
σταθμάω
σταθμεία
σταθμεύω
στάθμη
σταθμηλάται
View word page
σταθερότης
στᾰθερ-ότης, ητος, ,
A). steadiness, firmness, ib. 515 ; cf. σταθηρότης.


ShortDef

steadiness, firmness

Debugging

Headword:
σταθερότης
Headword (normalized):
σταθερότης
Headword (normalized/stripped):
σταθεροτης
IDX:
96158
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96159
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στᾰθερ-ότης</span>, <span class="itype greek">ητος</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">steadiness, firmness</span>, ib.<a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0018.tlg001:515" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0018.tlg001:515/canonical-url/"> 515 </a>; cf. <span class="foreign greek">σταθηρότης</span>.</div> </div><br><br>'}