Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σταδιεύς
σταδιεύω
σταδίη
σταδινόν
σταδιοδρομέω
σταδιοδρόμης
σταδιόδρομος
στάδιον
στάδιος
στάζω
στάθεν
σταθερός
σταθερότης
στάθευσις
σταθευτός
σταθεύω
σταθηρός
στᾶθι
σταθμάω
σταθμεία
σταθμεύω
View word page
στάθεν
στάθεν, στᾰθέν,
A). v. ἵστημι .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
στάθεν
Headword (normalized):
στάθεν
Headword (normalized/stripped):
σταθεν
IDX:
96156
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96157
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στάθεν</span>, <span class="orth greek">στᾰθέν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ἵστημι</span> .</div> </div><br><br>'}