Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σταγρόν
σταγών
σταδαῖος
στάδην
σταδία
σταδιαδρομέω
σταδιαῖος
σταδιασμός
σταδιεύς
σταδιεύω
σταδίη
σταδινόν
σταδιοδρομέω
σταδιοδρόμης
σταδιόδρομος
στάδιον
στάδιος
στάζω
στάθεν
σταθερός
σταθερότης
View word page
σταδίη
στᾰδί-η, ,
A). v. στάδιος .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σταδίη
Headword (normalized):
σταδίη
Headword (normalized/stripped):
σταδιη
IDX:
96148
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96149
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στᾰδί-η</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">στάδιος</span> .</div> </div><br><br>'}