Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στάγην
στάγιον
Στάγιρος
στάγμα
σταγματοπώλης
σταγμός
σταγονιαῖος
σταγονίας
σταγονῖτις
σταγονόθαλπος
σταγρόν
σταγών
σταδαῖος
στάδην
σταδία
σταδιαδρομέω
σταδιαῖος
σταδιασμός
σταδιεύς
σταδιεύω
σταδίη
View word page
σταγρόν
σταγρόν· ξηρόν, θερμόν, ἀκμαῖον, Hsch. (cf. σταιρόν).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σταγρόν
Headword (normalized):
σταγρόν
Headword (normalized/stripped):
σταγρον
IDX:
96138
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96139
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σταγρόν·</span> <span class="foreign greek">ξηρόν, θερμόν, ἀκμαῖον</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (cf. <span class="foreign greek">σταιρόν</span>).</div><br><br>'}