Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σταγετός
στάγην
στάγιον
Στάγιρος
στάγμα
σταγματοπώλης
σταγμός
σταγονιαῖος
σταγονίας
σταγονῖτις
σταγονόθαλπος
σταγρόν
σταγών
σταδαῖος
στάδην
σταδία
σταδιαδρομέω
σταδιαῖος
σταδιασμός
σταδιεύς
σταδιεύω
View word page
σταγονόθαλπος
στᾰγονόθαλπος, ,
A). one who melts and purifies metals, Hsch.


ShortDef

one who melts and purifies metals

Debugging

Headword:
σταγονόθαλπος
Headword (normalized):
σταγονόθαλπος
Headword (normalized/stripped):
σταγονοθαλπος
IDX:
96137
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96138
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στᾰγονόθαλπος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">one who melts and purifies metals</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}