Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στάβλον
σταβόλιχον
στάγδην
στάγες
σταγετός
στάγην
στάγιον
Στάγιρος
στάγμα
σταγματοπώλης
σταγμός
σταγονιαῖος
σταγονίας
σταγονῖτις
σταγονόθαλπος
σταγρόν
σταγών
σταδαῖος
στάδην
σταδία
σταδιαδρομέω
View word page
σταγμός
σταγμός, , dub. sens. in PMasp. 6v . 13 (vi A.D.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σταγμός
Headword (normalized):
σταγμός
Headword (normalized/stripped):
σταγμος
IDX:
96133
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96134
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σταγμός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, dub. sens. in <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PMasp.</span> 6v </span>.<span class="bibl"> 13 </span> (vi A.D.).</div><br><br>'}