Στάγιρος
Στάγῑρος, ἡ, a city in Chalcidice, , etc.; also 7.115 Στάγιρα, τά, Fr. 669 , etc.:— Σταγιρίτης [ῑτ],,
A). a Stagirite, (pl.), etc.; esp. of Aristotle, 12.195.27 SIG 275 (Delph., iv B.C.), St. Byz.:—Σταγιρόθεν, from Stagira, in An.Ox. 4.131 . (In codd. usu. misspelt Σταγειρ-).