Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σταβατίνης
σταβλάριον
Σταβλησιανοί
σταβλίτης
στάβλον
σταβόλιχον
στάγδην
στάγες
σταγετός
στάγην
στάγιον
Στάγιρος
στάγμα
σταγματοπώλης
σταγμός
σταγονιαῖος
σταγονίας
σταγονῖτις
σταγονόθαλπος
σταγρόν
σταγών
View word page
στάγιον
στάγιον, τό,= δηνάριον ά, Gal. 19.763 ;
A). = κεράτια κδ’ , ib. 764 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
στάγιον
Headword (normalized):
στάγιον
Headword (normalized/stripped):
σταγιον
IDX:
96129
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96130
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στάγιον</span>, <span class="gen greek">τό</span>,= <span class="foreign greek">δηνάριον ά</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 19.763 </span>; <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">κεράτια κδ’</span> , ib.<span class="bibl"> 764 </span>.</div> </div><br><br>'}