Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στάβαρον
σταβατίνης
σταβλάριον
Σταβλησιανοί
σταβλίτης
στάβλον
σταβόλιχον
στάγδην
στάγες
σταγετός
στάγην
στάγιον
Στάγιρος
στάγμα
σταγματοπώλης
σταγμός
σταγονιαῖος
σταγονίας
σταγονῖτις
σταγονόθαλπος
σταγρόν
View word page
στάγην
στάγην· κάρδοπον, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
στάγην
Headword (normalized):
στάγην
Headword (normalized/stripped):
σταγην
IDX:
96128
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96129
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στάγην·</span> <span class="foreign greek">κάρδοπον</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}