Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σπυρίθιον
σπυρίς
σπυρίχνιον
σπυρός
στάβαρον
σταβατίνης
σταβλάριον
Σταβλησιανοί
σταβλίτης
στάβλον
σταβόλιχον
στάγδην
στάγες
σταγετός
στάγην
στάγιον
Στάγιρος
στάγμα
σταγματοπώλης
σταγμός
σταγονιαῖος
View word page
σταβόλιχον
σταβόλιχον· εὔστραβον, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σταβόλιχον
Headword (normalized):
σταβόλιχον
Headword (normalized/stripped):
σταβολιχον
IDX:
96124
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96125
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σταβόλιχον·</span> <span class="foreign greek">εὔστραβον</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}