Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
σπυριδοφόρος
σπυριδώδης
σπυρίθιον
σπυρίς
σπυρίχνιον
σπυρός
στάβαρον
σταβατίνης
σταβλάριον
Σταβλησιανοί
σταβλίτης
στάβλον
σταβόλιχον
στάγδην
στάγες
σταγετός
στάγην
στάγιον
Στάγιρος
στάγμα
σταγματοπώλης
View word page
σταβλίτης
σταβλίτης
[
ῑ],
,
A).
official in the posting service,
POxy.
140.7
(vi A.D.), etc.
ShortDef
official in the posting service
Debugging
Headword:
σταβλίτης
Headword (normalized):
σταβλίτης
Headword (normalized/stripped):
σταβλιτης
IDX:
96122
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96123
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σταβλίτης</span> [<span class="foreign greek">ῑ],</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">official in the posting service,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">POxy.</span> 140.7 </span> (vi A.D.), etc.</div> </div><br><br>'}