Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σπούδασμα
σπουδασμάτιον
σπουδασμός
σπουδαστέος
σπουδαστής
σπουδαστικός
σπουδαστός
σπουδή
σπουδογέλοιος
σπούριος
σπύγγας
σπύλιον
σπύλων
σπύραθος
σπυραθώδης
σπυράμινος
σπυράς
σπυρθίζω
σπυρίδιον
σπυριδόν
σπυριδοφόρος
View word page
σπύγγας
σπύγγας· ὄρνις, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σπύγγας
Headword (normalized):
σπύγγας
Headword (normalized/stripped):
σπυγγας
IDX:
96102
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96103
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σπύγγας·</span> <span class="foreign greek">ὄρνις</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}