Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σπουδαιολόγος
σπουδαιόμυθος
σπουδαιοπάρῳδος
σπουδαῖος
σπουδαιότης
σπούδαξ
σπουδαρχαιρεσίας
σπουδαρχέω
σπουδάρχης
σπουδαρχία
σπουδαρχίας
σπουδαρχιάω
σπουδαρχίδης
σπούδασμα
σπουδασμάτιον
σπουδασμός
σπουδαστέος
σπουδαστής
σπουδαστικός
σπουδαστός
σπουδή
View word page
σπουδαρχίας
σπουδαρχ-ίας,
A). v. σπουδάρχης .


ShortDef

one who canvasses for office, a place-man

Debugging

Headword:
σπουδαρχίας
Headword (normalized):
σπουδαρχίας
Headword (normalized/stripped):
σπουδαρχιας
IDX:
96089
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96090
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σπουδαρχ-ίας</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">σπουδάρχης</span> .</div> </div><br><br>'}