Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σπουδάζω
σπουδαιογέλοιος
σπουδαιολογέω
σπουδαιολογία
σπουδαιολόγος
σπουδαιόμυθος
σπουδαιοπάρῳδος
σπουδαῖος
σπουδαιότης
σπούδαξ
σπουδαρχαιρεσίας
σπουδαρχέω
σπουδάρχης
σπουδαρχία
σπουδαρχίας
σπουδαρχιάω
σπουδαρχίδης
σπούδασμα
σπουδασμάτιον
σπουδασμός
σπουδαστέος
View word page
σπουδαρχαιρεσίας
σπουδαρχ-αιρεσίας, ου, ,
A). a busy electioneerer, Hsch.


ShortDef

a busy electioneerer

Debugging

Headword:
σπουδαρχαιρεσίας
Headword (normalized):
σπουδαρχαιρεσίας
Headword (normalized/stripped):
σπουδαρχαιρεσιας
IDX:
96085
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96086
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σπουδαρχ-αιρεσίας</span>, <span class="itype greek">ου</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">a busy electioneerer</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}