Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σποῦ
σπουδάζω
σπουδαιογέλοιος
σπουδαιολογέω
σπουδαιολογία
σπουδαιολόγος
σπουδαιόμυθος
σπουδαιοπάρῳδος
σπουδαῖος
σπουδαιότης
σπούδαξ
σπουδαρχαιρεσίας
σπουδαρχέω
σπουδάρχης
σπουδαρχία
σπουδαρχίας
σπουδαρχιάω
σπουδαρχίδης
σπούδασμα
σπουδασμάτιον
σπουδασμός
View word page
σπούδαξ
σπούδαξ· ἀλετρίβανος, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σπούδαξ
Headword (normalized):
σπούδαξ
Headword (normalized/stripped):
σπουδαξ
IDX:
96084
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96085
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σπούδαξ·</span> <span class="foreign greek">ἀλετρίβανος</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}