Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σπόριμος
σπόριον
σπόριος
σπορολογέομαι
σπόρος
σπορτηληνοί
σπορτία
σπόρτουλον
σποῦ
σπουδάζω
σπουδαιογέλοιος
σπουδαιολογέω
σπουδαιολογία
σπουδαιολόγος
σπουδαιόμυθος
σπουδαιοπάρῳδος
σπουδαῖος
σπουδαιότης
σπούδαξ
σπουδαρχαιρεσίας
σπουδαρχέω
View word page
σπουδαιογέλοιος
σπουδαιο-γέλοιος, ον,= σπουδογέλοιος, IG 12(8).87 (Imbros).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σπουδαιογέλοιος
Headword (normalized):
σπουδαιογέλοιος
Headword (normalized/stripped):
σπουδαιογελοιος
IDX:
96076
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96077
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σπουδαιο-γέλοιος</span>, <span class="itype greek">ον</span>,= <span class="foreign greek">σπουδογέλοιος</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">IG</span> 12(8).87 </span> (Imbros).</div><br><br>'}