Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σπορευτής
σπορευτός
σπορητός
σπόρθυγγες
σπόριμος
σπόριον
σπόριος
σπορολογέομαι
σπόρος
σπορτηληνοί
σπορτία
σπόρτουλον
σποῦ
σπουδάζω
σπουδαιογέλοιος
σπουδαιολογέω
σπουδαιολογία
σπουδαιολόγος
σπουδαιόμυθος
σπουδαιοπάρῳδος
σπουδαῖος
View word page
σπορτία
σπορτία· ἑορτὴ ἀγομένη .., Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σπορτία
Headword (normalized):
σπορτία
Headword (normalized/stripped):
σπορτια
IDX:
96072
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96073
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σπορτία·</span> <span class="foreign greek">ἑορτὴ ἀγομένη ..</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}