Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σπορεύς
σπορευτής
σπορευτός
σπορητός
σπόρθυγγες
σπόριμος
σπόριον
σπόριος
σπορολογέομαι
σπόρος
σπορτηληνοί
σπορτία
σπόρτουλον
σποῦ
σπουδάζω
σπουδαιογέλοιος
σπουδαιολογέω
σπουδαιολογία
σπουδαιολόγος
σπουδαιόμυθος
σπουδαιοπάρῳδος
View word page
σπορτηληνοί
σπορτηληνοί, οἱ, dub. sens. in Bull.Inst.Arch.Bulg. 4.319 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σπορτηληνοί
Headword (normalized):
σπορτηληνοί
Headword (normalized/stripped):
σπορτηληνοι
IDX:
96071
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96072
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σπορτηληνοί</span>, <span class="gen greek">οἱ</span>, dub. sens. in <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Bull.Inst.Arch.Bulg.</span> 4.319 </span>.</div><br><br>'}