Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σποραῖος
σποράς
σποργαί
σπορεύς
σπορευτής
σπορευτός
σπορητός
σπόρθυγγες
σπόριμος
σπόριον
σπόριος
σπορολογέομαι
σπόρος
σπορτηληνοί
σπορτία
σπόρτουλον
σποῦ
σπουδάζω
σπουδαιογέλοιος
σπουδαιολογέω
σπουδαιολογία
View word page
σπόριος
σπόριος,
A). v. σπούριος .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σπόριος
Headword (normalized):
σπόριος
Headword (normalized/stripped):
σποριος
IDX:
96068
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96069
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σπόριος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">σπούριος</span> .</div> </div><br><br>'}