Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
σποράζω
σποραῖος
σποράς
σποργαί
σπορεύς
σπορευτής
σπορευτός
σπορητός
σπόρθυγγες
σπόριμος
σπόριον
σπόριος
σπορολογέομαι
σπόρος
σπορτηληνοί
σπορτία
σπόρτουλον
σποῦ
σπουδάζω
σπουδαιογέλοιος
σπουδαιολογέω
View word page
σπόριον
σπόριον
,
τό
, Sabine word,=
τὸ τῆς γυναικὸς αἰδοῖον
,
Plu.
2.288f
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
σπόριον
Headword (normalized):
σπόριον
Headword (normalized/stripped):
σποριον
IDX:
96067
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96068
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σπόριον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, Sabine word,= <span class="foreign greek">τὸ τῆς γυναικὸς αἰδοῖον</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.288f </span>.</div><br><br>'}