Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σποράδην
σποραδικός
σποράζω
σποραῖος
σποράς
σποργαί
σπορεύς
σπορευτής
σπορευτός
σπορητός
σπόρθυγγες
σπόριμος
σπόριον
σπόριος
σπορολογέομαι
σπόρος
σπορτηληνοί
σπορτία
σπόρτουλον
σποῦ
σπουδάζω
View word page
σπόρθυγγες
σπόρθυγγες· αἱ συνεστραμμέναι μετὰ ῥύπου τρίχες, Hsch. σπορθύγγια· τρίβολα, τὰ διαχωρήματα τῶν αἰγῶν, ἅ τινες σπυράδας καλοῦσιν, Id.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σπόρθυγγες
Headword (normalized):
σπόρθυγγες
Headword (normalized/stripped):
σπορθυγγες
IDX:
96065
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96066
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σπόρθυγγες·</span> <span class="foreign greek">αἱ συνεστραμμέναι μετὰ ῥύπου τρίχες</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> <span class="orth greek">σπορθύγγια·</span> <span class="foreign greek">τρίβολα, τὰ διαχωρήματα τῶν αἰγῶν, ἅ τινες σπυράδας καλοῦσιν</span>, Id.</div><br><br>'}