Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σποντίτης
σπόπια
σπορά
σποράδην
σποραδικός
σποράζω
σποραῖος
σποράς
σποργαί
σπορεύς
σπορευτής
σπορευτός
σπορητός
σπόρθυγγες
σπόριμος
σπόριον
σπόριος
σπορολογέομαι
σπόρος
σπορτηληνοί
σπορτία
View word page
σπορευτής
σπορ-ευτής, οῦ, ,= foreg., Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σπορευτής
Headword (normalized):
σπορευτής
Headword (normalized/stripped):
σπορευτης
IDX:
96062
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96063
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σπορ-ευτής</span>, <span class="itype greek">οῦ</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>,= foreg., <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}