Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
σπονδόχους
σπονδύλη
σποντίτης
σπόπια
σπορά
σποράδην
σποραδικός
σποράζω
σποραῖος
σποράς
σποργαί
σπορεύς
σπορευτής
σπορευτός
σπορητός
σπόρθυγγες
σπόριμος
σπόριον
σπόριος
σπορολογέομαι
σπόρος
View word page
σποργαί
σποργαί·
ἐρεθισμοὶ εἰς τὸ τεκεῖν
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
σποργαί
Headword (normalized):
σποργαί
Headword (normalized/stripped):
σποργαι
IDX:
96060
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96061
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σποργαί·</span> <span class="foreign greek">ἐρεθισμοὶ εἰς τὸ τεκεῖν</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}