σποράδην
σπορ-άδην [ᾰ], Adv.
A). scatteredly, here and there, ς. ἀπώλλυντο ( v.l. for 2.4 σποράδες ); οἰκεῖν, i.e. not in communities, Prt. 322b , ; 4.39 τὰ λεγόμενα ς. Pol. 1259a4 ; ς. τὸ πρὶν ἀειδόμενος, of Homer before Peisistratus, AP 11.442 ; ς. ἀναγέγραπται ; 2.629e οἱ ς., opp. οἱ ἐλλόγιμοι Πυθαγορικοί, . 8.91