Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σπονδοποιέομαι
σπονδοποιός
σπονδοφορέω
σπονδοφορία
σπονδοφόρος
σπονδοχόη
σπονδοχοΐδιον
σπονδόχους
σπονδύλη
σποντίτης
σπόπια
σπορά
σποράδην
σποραδικός
σποράζω
σποραῖος
σποράς
σποργαί
σπορεύς
σπορευτής
σπορευτός
View word page
σπόπια
σπόπια· πέμμα, ὅ τινες στατίας, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σπόπια
Headword (normalized):
σπόπια
Headword (normalized/stripped):
σποπια
IDX:
96053
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96054
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σπόπια·</span> <span class="foreign greek">πέμμα, ὅ τινες στατίας</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}