Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σπονδιοφόροι
σπονδῖτις
σπονδοποιέομαι
σπονδοποιός
σπονδοφορέω
σπονδοφορία
σπονδοφόρος
σπονδοχόη
σπονδοχοΐδιον
σπονδόχους
σπονδύλη
σποντίτης
σπόπια
σπορά
σποράδην
σποραδικός
σποράζω
σποραῖος
σποράς
σποργαί
σπορεύς
View word page
σπονδύλη
σπονδύλη, σπονδο-ύλιον, σπονδο-ύλιος, σπονδο-υλώδης, σπονδό-υλος,
A). v. σφονδ- .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σπονδύλη
Headword (normalized):
σπονδύλη
Headword (normalized/stripped):
σπονδυλη
IDX:
96051
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96052
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σπονδύλη</span>, <span class="orth greek">σπονδο-ύλιον</span>, <span class="orth greek">σπονδο-ύλιος</span>, <span class="orth greek">σπονδο-υλώδης</span>, <span class="orth greek">σπονδό-υλος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">σφονδ-</span> .</div> </div><br><br>'}