Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
σπόνδιξ
σπονδιοφόροι
σπονδῖτις
σπονδοποιέομαι
σπονδοποιός
σπονδοφορέω
σπονδοφορία
σπονδοφόρος
σπονδοχόη
σπονδοχοΐδιον
σπονδόχους
σπονδύλη
σποντίτης
σπόπια
σπορά
σποράδην
σποραδικός
σποράζω
σποραῖος
σποράς
σποργαί
View word page
σπονδόχους
σπονδό-χους
,
ὁ
,=
σπονδοχόη
, ib.
11(4).1307.16
(Delos, ii B.C.).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
σπονδόχους
Headword (normalized):
σπονδόχους
Headword (normalized/stripped):
σπονδοχους
IDX:
96050
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96051
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σπονδό-χους</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>,= <span class="foreign greek">σπονδοχόη</span>, ib.<span class="bibl"> 11(4).1307.16 </span> (Delos, ii B.C.).</div><br><br>'}