Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σπονδικός
σπόνδιξ
σπονδιοφόροι
σπονδῖτις
σπονδοποιέομαι
σπονδοποιός
σπονδοφορέω
σπονδοφορία
σπονδοφόρος
σπονδοχόη
σπονδοχοΐδιον
σπονδόχους
σπονδύλη
σποντίτης
σπόπια
σπορά
σποράδην
σποραδικός
σποράζω
σποραῖος
σποράς
View word page
σπονδοχοΐδιον
σπονδο-χοΐδιον, τό, Dim. of foreg., ib. 122.59 , 124.62 (Delos, iii B.C.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σπονδοχοΐδιον
Headword (normalized):
σπονδοχοΐδιον
Headword (normalized/stripped):
σπονδοχοιδιον
IDX:
96049
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96050
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σπονδο-χοΐδιον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, Dim. of foreg., ib. <span class="bibl"> 122.59 </span>, <span class="bibl"> 124.62 </span> (Delos, iii B.C.).</div><br><br>'}