Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σπονδήσιμος
σπονδηφορέω
σπονδιάς
σπονδικός
σπόνδιξ
σπονδιοφόροι
σπονδῖτις
σπονδοποιέομαι
σπονδοποιός
σπονδοφορέω
σπονδοφορία
σπονδοφόρος
σπονδοχόη
σπονδοχοΐδιον
σπονδόχους
σπονδύλη
σποντίτης
σπόπια
σπορά
σποράδην
σποραδικός
View word page
σπονδοφορία
σπονδο-φορία, ,= ἐπαγγελία σπονδῶν, SIG 1019.6 (Eleusis, iii B.C., pl.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σπονδοφορία
Headword (normalized):
σπονδοφορία
Headword (normalized/stripped):
σπονδοφορια
IDX:
96046
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96047
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σπονδο-φορία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>,= <span class="foreign greek">ἐπαγγελία σπονδῶν</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">SIG</span> 1019.6 </span> (Eleusis, iii B.C., pl.).</div><br><br>'}