Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
σπονδεῖον
σπονδειοπαράληκτος
σπονδειοπύρριχος
σπονδεῖος
σπονδειοτρόχαιος
σπονδή
σπονδήσιμος
σπονδηφορέω
σπονδιάς
σπονδικός
σπόνδιξ
σπονδιοφόροι
σπονδῖτις
σπονδοποιέομαι
σπονδοποιός
σπονδοφορέω
σπονδοφορία
σπονδοφόρος
σπονδοχόη
σπονδοχοΐδιον
σπονδόχους
View word page
σπόνδιξ
σπόνδ-ιξ
,
ικος
,
ὁ
,
A).
one who offers a
σπονδή
,
Hsch.
(pl.).
ShortDef
one who offers a σπονδή
Debugging
Headword:
σπόνδιξ
Headword (normalized):
σπόνδιξ
Headword (normalized/stripped):
σπονδιξ
IDX:
96040
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96041
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σπόνδ-ιξ</span>, <span class="itype greek">ικος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">one who offers a</span> <span class="foreign greek">σπονδή</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (pl.).</div> </div><br><br>'}