Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σπονδειοκατάληκτος
σπονδεῖον
σπονδειοπαράληκτος
σπονδειοπύρριχος
σπονδεῖος
σπονδειοτρόχαιος
σπονδή
σπονδήσιμος
σπονδηφορέω
σπονδιάς
σπονδικός
σπόνδιξ
σπονδιοφόροι
σπονδῖτις
σπονδοποιέομαι
σπονδοποιός
σπονδοφορέω
σπονδοφορία
σπονδοφόρος
σπονδοχόη
σπονδοχοΐδιον
View word page
σπονδικός
σπονδ-ικός, , όν,
A). for libations, of wine, PSI 8.948.9 , al. (iv A.D.).


ShortDef

for libations

Debugging

Headword:
σπονδικός
Headword (normalized):
σπονδικός
Headword (normalized/stripped):
σπονδικος
IDX:
96039
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96040
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σπονδ-ικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">for libations</span>, of wine, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PSI</span> 8.948.9 </span>, al. (iv A.D.).</div> </div><br><br>'}