Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
σπονδαρχία
σπόνδαρχος
σπονδαυλέω
σπονδαύλης
σπονδειάζω
σπονδειακός
σπονδειασμός
σπονδειοκατάληκτος
σπονδεῖον
σπονδειοπαράληκτος
σπονδειοπύρριχος
σπονδεῖος
σπονδειοτρόχαιος
σπονδή
σπονδήσιμος
σπονδηφορέω
σπονδιάς
σπονδικός
σπόνδιξ
σπονδιοφόροι
σπονδῖτις
View word page
σπονδειοπύρριχος
σπονδειο-πύρρῐχος
,
ὁ
,
A).
a foot consisting of spondee and pyrrhic
, i.e.
Ionicus a majore
, Id.ib.
305
.
ShortDef
a foot consisting of spondee and pyrrhic
Debugging
Headword:
σπονδειοπύρριχος
Headword (normalized):
σπονδειοπύρριχος
Headword (normalized/stripped):
σπονδειοπυρριχος
IDX:
96032
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96033
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σπονδειο-πύρρῐχος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">a foot consisting of spondee and pyrrhic</span>, i.e. <span class="tr" style="font-weight: bold;">Ionicus a majore</span>, Id.ib.<span class="bibl"> 305 </span>.</div> </div><br><br>'}