Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

σποδόομαι
σποδόρχης
σποδός
σποδώδης
σπολά
σπολάς
σπολεῖσα
σπολεύς
σπόλια
σπόλος
σπόμενος
σπονδαγωγός
σπονδάριον
σπονδαρχέω
σπονδαρχία
σπόνδαρχος
σπονδαυλέω
σπονδαύλης
σπονδειάζω
σπονδειακός
σπονδειασμός
View word page
σπόμενος
σπόμενος,
A). v. Ἕπω (B).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σπόμενος
Headword (normalized):
σπόμενος
Headword (normalized/stripped):
σπομενος
IDX:
96018
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96019
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">σπόμενος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">Ἕπω</span> (B).</div> </div><br><br>'}